- μάραθο
- Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα και μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 2,5 μ. Η επιστημονική του ονομασία είναι Foeniculum vulgare.Είναι γνωστό από την αρχαία εποχή με την ονομασία μ. Έχει λεία, τρις ή πολλαπλά πτεροσχιδή φύλλα με νηματοειδείς απολήξεις. Τα άνθη του είναι μικρά, κίτρινα και σχηματίζουν σκιάδια· ωριμάζουν σε καρπούς με ευχάριστη, αρωματική, καυστική, ημίγλυκια γεύση, παρόμοια με του άνηθου. Από την καλλιεργούμενη ποικιλία του, χρησιμοποιούνται τα φύλλα ως λαχανικό και ως αρωματικό, καθώς και τα σπέρματά του για τον αρωματισμό φαγητών και για την εξαγωγή αιθέριου ελαίου· είναι επίσης φαρμακευτικά (μαραθόσπορος). Σε άλλες χώρες καλλιεργείται και η ιταλική ποικιλία (Foeniculum vulgare var. dulce), που διαφέρει από το γνωστό μ. ως προς τους παχύτερους και χαμηλότερους σωληνοειδείς βλαστούς, οι οποίοι έχουν βάσεις διατεταγμένες η μία πάνω στην άλλη, σχηματίζοντας ένα είδος λευκού και χοντρού βολβού· ο βολβός αυτός αποτελεί το εδώδιμο μέρος του φυτού και τρώγεται μαγειρεμένο ή ωμό (φινόκιο)· το φυτό αυτό καλλιεργείται και ως διακοσμητικό. Τα μ. είναι ιθαγενές των παράκτιων περιοχών των μεσογειακών χωρών, ενώ έχει εισαχθεί ευρέως στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.
άγριο μ.Με την ονομασία αυτή ή αγριομάραθο αναφέρονται δύο φυτά της οικογένειας των σκιαδοφόρων. Το πρώτο είναι το Ammi visnaga· πρόκειται για μονοετή πόα, ύψους 20-80 εκ., με όρθιο, λείο και ισχυρό βλαστό που διατρέχεται από αυλακώσεις. Έχει ωοειδή καρπό και φυτρώνει τόσο σε χέρσα και καλλιεργημένα χωράφια όσο και σε αμμώδεις τόπους σε όλη σχεδόν την Ελλάδα.
Το δεύτερο είδος είναι το Ferula asafoetida, έχει ισχυρό, λείο βλαστό, σχεδόν χωρίς φύλλα, με σφαιρικές διογκώσεις στα γόνατα. Φυτρώνει σε πετρώδεις περιοχές, σε όλη την Ελλάδα. Παλαιότερα, το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο κυρίως εναντίον των ελκών, των πονοκεφάλων, καθώς και των παθήσεων του σπλήνα.
Μάραθο ήμερης ποικιλίας.
* * *και μάραθρο, το, και μάραθος, ο (AM μάραθον και μάραθρον, τό, και μάραθος, ὁ, ἡ)κοινή σήμερα ονομασία ποώδους και πολυετούς αρωματικού φυτού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στο γένος φοινίκουλο και το οποίο χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη φαρμακευτική.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προελληνική λ. (< μαραθF-). Η αναγωγή τής λ. μάραθον στον συνδυασμό ΙΕ ρίζας *mer(ә)- και επίθημα -dhro- καταρρίφθηκε, λόγω τής μαρτυρίας τής λ. στη Μυκηναϊκή στον τ. maratuwo, που ανακαλύφθηκε σε κατάλογο με καρυκεύματα].
Dictionary of Greek. 2013.